Ο Νόμος έχει σκοπό τη βελτίωση της αποτροπής των παράνομων πρακτικών και τη μείωση της ζημιάς των καταναλωτών σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, με την ενίσχυση των διαδικαστικών μηχανισμών προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, ώστε να καλύπτονται απαγορευτικά διατάγματα, καθώς και μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης.
Ο Νόμος καλύπτει ένα ευρύ φάσμα τομέων, όπως είναι οι τηλεπικοινωνίες, το περιβάλλον, οι επενδύσεις, η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο τομέας της υγείας, των ταξιδιών και των μεταφορών, καλύπτοντας μεγάλο αριθμό Οδηγιών και Κανονισμών της ΕΕ, οι οποίες εφαρμόζονται από διάφορες αρχές και/ή οργανισμούς στην Κύπρο.
Οι ρυθμίσεις της νομοθεσίας αποτελούνται από δύο σκέλη: Αφενός εκσυγχρονίζεται το ήδη υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο των αγωγών παράλειψης/διαταγμάτων (injunctions), το οποίο επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να διατάσσουν την παύση συμπεριφορών που παραβιάζουν την νομοθεσία προστασίας καταναλωτή και την απαγόρευση τους στο μέλλον. Αφετέρου, θεσπίζονται νέοι κανόνες για τη λήψη επανορθωτικών μέτρων από τα εθνικά δικαστήρια. Το δεύτερο σκέλος των προνοιών της νομοθεσίας αποτελεί ως επί το πλείστον νεωτερισμό για το κυπριακό δίκαιο. Οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν στα εθνικά δικαστήρια, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να διατάξουν συγκεκριμένα μέτρα προς αποκατάσταση δυσμενών καταστάσεων σε βάρος των καταναλωτών, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί εξαιτίας παραβιάσεων της νομοθεσίας προστασίας καταναλωτή. Τέτοια μέτρα μπορεί να συνίστανται στην επιδίκαση αποζημιώσεων, στην επιστροφή αχρεωστήτως χρεωσθέντων ποσών, σε επισκευή/επιδιόρθωση/αντικατάσταση αγορασθέντων προϊόντων κτλ.